- εὐαγκής
- εὐαγκής1 with beautiful glens
Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.46
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.46
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευαγκής — εὐαγκής (και ποιητ. τ. τού θηλ. εὐάγκεια), ές (Α) αυτός που έχει ωραίες κοιλάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγκής (< άγκος «κοιλάδα»), πρβλ. βαθυ αγκής] … Dictionary of Greek
εὐαγκεῖ — εὐαγκής with sweet glades masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐαγκής with sweet glades masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)